- Ρέθυμνο
- Πόλη της Κρήτης, πρωτεύουσα της ομώνυμης πρώην επαρχίας (350 τ. χλμ.) και του ομώνυμου νομού, η τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κρήτης μετά τον Ηράκλειο και τα Χανιά. στον δήμο Ρ., υπάγονται οι οικισμοί Γάλλος, Ξηρό Χωριό, Αγία Ειρήνη, Γιαννούδι, Ανώγεια, Άγιος Μάρκος, Μεγάλο Μετόχι, Μικρό Μετόχι και τα Τρία Μοναστήρια. Χτισμένο στη βόρεια ακτή του νησιού, τον Ρ. αποτελεί τον διοικητικό, εμπορικό και συγκοινωνιακό κέντρο της περιοχής του. Ιστορία-μνημεία. Η πόλη του Ρ. κατοικήθηκε από τα προϊστορικά χρόνια. Αποτελεί συνέχεια της μινωικής Ρίθυμνας, η οποία διέσωσε αναλλοίωτο σχεδόν τον προελληνικό της όνομα μέχρι σήμερα, με μικρές μόνο μεταβολές στα φωνήεντα. Τα παλιότερα ίχνη της ανάγονται στην υστερομινωική γ’ περίοδο και συγκεκριμένα στη φάση 1350-1250 π.Χ., όπως προκύπτει από τα ευρήματα ενός λαξευτού τάφου αρχικά και σειράς άλλων μετέπειτα στον συνοικισμό Μασταμπά, όπου εντοπίζεται τον νεκροταφείο της πόλης. Η Ρίθυμνα δεν υπήρξε μεγάλη και δεν ανήκα στις πρωταγωνίστριες πόλεις της κρητικής προϊστορίας, γι’ αυτό και δεν είχε απήχηση στους αμέσως επόμενους χρόνους· ο Όμηρος π.χ. δεν την αναφέρει. Στο προσκήνιο της ιστορίας εμφανίζεται περίπου τον 4o αι. π.X. Για πρώτη φορά αναφέρεται στον κατάλογο των πόλεων της δελφικής επιγραφής των Θεωροδόκων. Συνδεόταν φιλικά με τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου. Είχε συνάψει, επίσης, σχέσεις με τη Μίλητο, τον Άργος, την Τεγέα, την Πολυρρήνια, τη Δήλο και τους Δελφούς. Ήταν αυτόνομη και ανεξάρτητη και είχε κόψει δικά της νομίσματα. Οι κάτοικοί της λάτρευαν τη Ροκκαίαν Αρτέμιδα, προστάτιδα των λυσσοδήκτων. Η αναλαμπή της δεν διαρκεί για πολύ. Τον 3o αι. μ.Χ. είναι πια ασήμαντη, γι’ αυτό και ο Κλαύδιος Αιλιανός τη χαρακτηρίζει κώμη. Η προσέλευσή της στον χριστιανισμό γίνεται περίπου τον 4o αιώνα. Κατά την πρώτη και δεύτερη βυζαντινή περίοδο εξακολουθεί να είναι ασήμαντη, γι’ αυτό και δεν υπήρξε έδρα επισκοπής. Η περίοδος της ενετοκρατίας (1210-1646) γίνεται αφορμή να ανασυρθεί η Ρίθυμνα από την ασημότητα –που στο μεταξύ τον όνομά της έχει παραφθαρεί και ακούεται Ρέθυμνο– και να γίνει η τρίτη σε σημασία πόλη της Κρήτης. Οι Ενετοί διασκευάζουν τον όρμο Μαντράκι σε μικρό λιμάνι, κατάλληλο για τις γαλέρες τους, συνοικίζουν την πόλη, την οχυρώνουν και τη στολίζουν με επιβλητικά κτίρια, πολλά από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα σε καλή σχετικά κατάσταση. Η άλλοτε κώμη γίνεται μέσα σε λίγους αιώνες πραγματική πόλη. Ο καστροφύλακας μας πληροφορεί στην Έκθεσή του ότι τον 1583 είχε 4.782 κατοίκους, ενώ έξι χρόνια αργότερα αριθμούσε 5.500, κατά μαρτυρία του Μοτσενίγκο. Γίνεται πρωτεύουσα του τερριτόριο (διοικητικής περιοχής) και εγκαθίσταται σε αυτήν ο ρετούρης (νομάρχης-διοικητής). Χτίζονται πολλές εκκλησίες για τις θρησκευτικές ανάγκες του ανάμεικτου πληθυσμού –8 λατινικές και 36 ορθόδοξες– και μεταφέρεται εδώ η έδρα της επισκοπής Καλαμώνα. Την πρόοδο της πόλης ανακόπτουν κατά καιρούς –πρόσκαιρα πάντως– διάφοροι επιδρομείς: ο αρχιπειρατής Χαϊρεντίν Mπαρμπαρόσα την καταστρέφει τον 1538· ο Αλγερίνος κουρσάρος Ουλούτζ Αλί τη ληστεύει τον 1567 και την παραδίδει στις φλόγες· τον 1571 ο στόλος του Σουλτάν Σελίμ την πυρπολεί. Μεγάλη καταστροφή παθαίνει και τον 1590 από πρωτοφανή πλημμύρα. Στις 3 Νοεμβρίου 1646 τον Ρ. υποκύπτει στους Τούρκους, ύστερα από πολιορκία 22 ημερών. Η οχύρωση που είχαν κάνει οι Ενετοί τον 1540, δεύτερη κατά σειρά (η πρώτη είχε γίνει πριν από τον 1303) δεν στάθηκε ικανή να προστατεύσει την πόλη. Ούτε και το φρούριο Φορτέτζα είχε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Οι αμυνόμενοι συνθηκολόγησαν και έλαβαν την υπόσχεση να φύγουν ανενόχλητοι. Ο Χουσεΐν όμως παρασπόνδησε και σκότωσε τους περισσότερους. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ακολούθησε την τύχη των άλλων κρητικών πόλεων και της Κρήτης γενικά. Το 1821 οι Τούρκοι έκαμαν μεγάλες σφαγές στο Ρέθυμνο. Το 1824 αποκεφάλισαν κοντά στη Μεγάλη Πόρτα 4 κρυπτοχριστιανούς, στη μνήμη των οποίων χτίστηκε η σημερινή εκκλησία των 4 Μαρτύρων. To Ρ. υπήρξε σπουδαίο πνευματικό κέντρο, κυρίως κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας. Από εδώ κατάγονταν ο οικουμενικός πατριάρχης Αθ. Πατελάρος, ο Γεώργιος Χορτάτζης, οι Βλαστοί, ο Τζάνες, ο Α. Αχελής, ο Α. Τρωίλος κ.ά. To Ρ. είναι η μόνη πόλη της Κρήτης που διατηρεί σχεδόν αμετάβλητο τον μεσαιωνικό χαρακτήρα της, τον οποίο συνθέτουν ένα πλήθος ενετικά οικήματα, γραφικά στενά (Μακρύ Στενό), οικόσημα, επιγραφές και διάφορα μνημεία, από τα οποία αναφέρουμε εδώ τα αξιολογότερα: η φορτέτζα, πολυγωνικό κυρίως φρούριο πάνω στον λόφο Παλαιόκαστρο, άρχισε να χτίζεται το 1573 και τελείωσε το 1580· η λότζια, η ενετική λέσχη όπου συγκεντρώνονταν οι ευγενείς τιμαριούχοι και σήμερα αρχαιολογικό μουσείο, αρχιτεκτονικό αριστούργημα του παλλαδιανού ρυθμού στην Κρήτη, τετράγωνο, κλειστό από τη νότια πλευρά και ανοιχτό από τις άλλες, με τρία τόξα από κάθε πλευρά· η κρήνη Αριμόντι, στην οποία διατηρείται το οικόσημο του ρετούρη Αριμόντι, κοσμημένη με τέσσερις κολόνες, που υποβαστάζουν ένα ωραίο επιστύλιο· η μεγάλη πόρτα κοντά στην πλατεία των Τεσσάρων Μαρτύρων, στο εσωτερικό της οποίας σώζονται τρία οικόσημα· ο μεγαλοπρεπής ενετικός ναός του Αγίου Φραγκίσκου· το γραφικότατο λιμάνι. Από την περίοδο της τουρκοκρατίας σώζονται τα τζαμιά Μουσά Πασά με το μεγαλύτερο μέρος του λουτρού του, Νερατζέ με ολόκληρο το λουτρό του, Μεγάλης Πόρτας και Μασταμπά, που με τους μιναρέδες τους δίνουν στην πόλη από μακριά μια ανατολίτικη όψη.
Dictionary of Greek. 2013.